δισκοφόρος

δισκοφόρος
-ο (AM δισκοφόρος, -ον)
αυτός που κρατά ή περιφέρει δίσκο
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δισκοφόρα
1. οι δισκομέδουσες
2. βδελλοειδείς δακτυλιοσκώληκες
3. οποιοδήποτε ζώο έχει δισκοειδείς σικύες, βεντούζες για να προσκολλάται σε δέντρα, βράχους κ.λπ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δισκοφόρον — δισκοφόρος bringing the discus masc/fem acc sg δισκοφόρος bringing the discus neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύκλειτος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αργείος γλύπτης (άκμασε μεταξύ 460 – 420 π.Χ. περίπου), ένας από τους 3 μεγαλύτερους –μαζί με τον Μύρωνα και τον Φειδία– γλύπτες του 5ου αι. π.Χ. Ήταν κυρίως χαλκοπλάστης και ασχολήθηκε και θεωρητικά με την τέχνη του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”