- δισκοφόρος
- -ο (AM δισκοφόρος, -ον)αυτός που κρατά ή περιφέρει δίσκονεοελλ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δισκοφόρα1. οι δισκομέδουσες2. βδελλοειδείς δακτυλιοσκώληκες3. οποιοδήποτε ζώο έχει δισκοειδείς σικύες, βεντούζες για να προσκολλάται σε δέντρα, βράχους κ.λπ.
Dictionary of Greek. 2013.